Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιλία
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιλία η [kilía] Ο25 : 1. (λόγ.) η κοιλιά: Ο καρπός της κοιλίας της, το παιδί της. 2. (ανατ.) ονομασία κοιλοτήτων που υπάρχουν σε διάφορα όργανα του σώματος: Kοιλίες της καρδιάς / του εγκεφάλου / του λάρυγγα.

[λόγ. < αρχ. κοιλία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιλιά η [kiá] Ο24 : 1α. το τμήμα του σώματος του ανθρώπου και των ζώων το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο θώρακα και στη λεκάνη, η κοιλότητα η οποία περικλείει τα σπλάχνα: Mε πονά η ~ μου. Έχει μεγάλη / χοντρή ~. Έκανα ~, μεγάλωσε, φούσκωσε η κοιλιά μου. Ρουφώ μέσα την ~ μου, με βαθιά εισπνοή αφαιρώ τον αέρα που υπάρχει στην κοιλιά μου. Σέρνεται με την ~. (προφ.) Έριξε / πέταξε κοιλιές, πάχυνε. (έκφρ.) βαστώ / κρατώ την ~ μου από τα γέλια, για ηχηρά γέλια. Πόνεσε η ~ μου από τα γέλια. Xορός της κοιλιάς, είδος ανατολίτικου χορού, στον οποίο κύριο χαρακτηριστικό είναι το αισθησιακό λίκνισμα της γυμνής κοιλιάς της χορεύτριας. || Εννιά μήνες σε είχα στην ~ μου. (έκφρ.) από την ~ της μάνας του, από πάρα πολύ παλιά, από πάντα. με την ~ στο στόμα, για γυναίκα στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης, ετοιμόγεννη. || η εξωτερική επιφάνεια της κοιλιάς: Έχει ένα σημάδι / ραγάδες στην ~. β. στομάχι: Πρέπει πρώτα να γεμίσουμε την ~ μας. Mε γεμάτη / άδεια ~. || Mόνο την ~ του σκέφτεται, το φαγητό. (έκφρ.) πρέπει να έχεις μεγάλη ~, υπομονή· ΣYN ΦΡ μεγάλο στομάχι. ΠAΡ Φάτε μάτια ψάρια* και ~ περίδρομο. 2. (μτφ.) α. το εξωτερικό κυρτό τμήμα μιας κατασκευής: Tο αεροπλάνο προσγειώθηκε με την ~. H ~ της στάμνας. β. κύρτωμα που δημιουργείται σε μια επιφάνεια, είτε προς τα μέσα είτε προς τα έξω: Ο τοίχος / το ταβάνι έκανε ~. || ΦΡ κτ. κάνει ~, κυρίως για έργο θεατρικό, κινηματογραφικό, λογοτεχνικό κτλ., για τα σημεία που παρουσιάζει χαλάρωση ή αποδιοργάνωση της δράσης του. κοιλίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. κοιλάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. κοιλιά < αρχ. κοιλία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· κοιλ(ιά) -ίτσα· κοιλ(ιά) -άρα]

[Λεξικό Κριαρά]
κοιλία η· κοιλιά.
  • 1)
    • α) Κοιλιά:
      • είχεν την κοιλίαν παχείαν (Ασσίζ. 18316
      • στην κοιλιά της μάννας των … τα παιδιά (Διακρούσ. 906
    • β) το περιεχόμενο της κοιλιακής χώρας:
      • κοιλιές, αντεροσύκωτα έξω απού το σώμα (Διακρούσ. 8022
    • γ) στομάχι:
      • η κοιλιά μου ηυκαίρησεν από την αφαγίαν (Προδρ. I 259
    • δ) σωθικά· ψυχή:
      • είχε το φαρμάκι μέσα εις την κοιλίαν του φυλαμένον κατά του πατριάρχου (Ιστ. πατρ. 1308-9
    • ε) έκφρ. κοιλία Άδου = ο κάτω κόσμος:
      • (Σπανός A 137).
  • 2) (Προκ. για πλοίο) ύφαλα:
    • στην κοιλίαν του καραβιού, στον βρόμον εκατέβη (Απολλών. 620).
  • 3) Διάρροια:
    • (Χρον. Μορ. H 8202
    • Εις άνθρωπον από ψύχρας να έχει κοιλίαν να πηγαίνει αίμα (Ιατροσ. κώδ. σλς´ (έκδ. κίλλην)).

[αρχ. ουσ. κοιλία. Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κοιλιακός, επίθ.
  • Σχετικός με την κοιλιά και τα έντερα:
    • κοιλιακῴ νοσήματι (Δούκ. 40731).
  • Το ουδ. ως ουσ. = δυσεντερία· διάρροια:
    • το κοιλιακόν τούς εκόλλησε κι επόθαναν οι Φράγκοι (Χρον. Μορ. P 7206· Ασσίζ. 1825).

[μτγν. επίθ. κοιλιακός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιλιακός -ή -ό [kiliakós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που γίνεται στην κοιλιά: Kοιλιακή αρτηρία. Kοιλιακά νεύρα. Kοιλιακοί μύες και ως ουσ. οι κοιλιακοί, όταν πρόκειται για την άσκηση των κοιλιακών μυών. Kοιλιακή αναπνοή. ~ τύφος. || (ως ουσ.) τα κοιλιακά, πόνος στην κοιλιά και στα έντερα.

[λόγ. < ελνστ. κοιλιακός]

[Λεξικό Κριαρά]
κοιλιάντερα τα,
βλ. κοιλάντερα.
[Λεξικό Κριαρά]
κοιλιάρης, επίθ.· ουδ. κοιλιάριν.
  • Που έχει μεγάλη κοιλιά:
    • χοντρός και κοιλιάρης (Ερμον. Δ 236).

[<ουσ. κοιλιά + κατάλ. άρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες