Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιλάδα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιλάδα η [kiláδa] Ο26 : πεδινό επίμηκες εδαφικό κοίλωμα το οποίο περιβάλλεται από βουνά: H ~ των Tεμπών. || ~ των δακρύων, στην εκκλησιαστική γλώσσα, η ζωή.

[λόγ. < αρχ. κοιλάς, αιτ. -άδα]

[Λεξικό Κριαρά]
κοιλάδα η,
βλ. κοιλάς ‑δα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες