Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοβάλτιο το [kováltio] Ο40 : (χημ.) πολύ σκληρό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα: Aκτίνες κοβαλτίου, για τη θεραπεία του καρκίνου. Bόμβα κοβαλτίου, πυρηνικό όπλο, συσκευή που περιέχει ραδιενεργό κοβάλτιο.
[λόγ. < γερμ. Kobalt -ιον (ορθογρ. δαν.)]