Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοίτη η [kíti] Ο30 : 1. (λόγ.) κλίνη, μόνο στην έκφραση χωρισμός από τραπέζης* και κοίτης. 2. κοιλότητα του εδάφους μέσα στην οποία ρέει ποτάμι ή ρυάκι: H ~ του Aλιάκμωνα / του Aξιού.
[λόγ. < αρχ. κοίτη]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοίτη η.
-
- 1)
- α) Μέρος όπου πλαγιάζει κάπ., κρεβάτι, στρώμα:
- επλάγιασε στην κοίτη (Κορων., Μπούας 48)·
- β) ώρα του ύπνου, ύπνος:
- ώρα ουκ εδιέβαινε να μη ευρεθούν εντάμα· η κλίνη τούς εχώριζεν, η κοίτη δε και μόνον (Γεωργηλ., Βελ. Λ 433).
- α) Μέρος όπου πλαγιάζει κάπ., κρεβάτι, στρώμα:
- 2)
- α) Κρεβάτι γάμου· γάμος:
- την κοίτην να φυλάττομεν την εστεφανωμένην (Φυσιολ. (Legr.) 672)·
- β) συνεύρεση:
- όταν πάσιν εις το σπίτι, νύκτα μέρα έχουν κοίτην (Συναξ. γυν. 633).
- α) Κρεβάτι γάμου· γάμος:
- 3) Φωλιά ζώου:
- εις τα δασιά τα δένδρα που κοίτην γαρ την είχασι τα ζα και κατοικούσαν (Θησ. ΙΑ´ [213]).
[αρχ. ουσ. κοίτη. Η λ. και σήμ.]
- 1)