Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοίταγμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοίταγμα το [kítaγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κοιτάζω: Mε ένα απλό ~ κατάλαβα τι άνθρωπος είναι. Ένα τελευταίο ~ στο βιβλίο.

[μσν. κοίταγμα < κοιτακ- (κοιτάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

[Λεξικό Κριαρά]
κοίταγμα το.
  • Μορφή, θωριά:
    • λέει οπού ακούει λόγια Θεού, ος κοίταγμα του ικανού κοιτάζει (Πεντ. Αρ. XXIV 4).

[<κοιτάζω + κατάλ. μα. Πβ. λ. σμα στο Somav. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες