Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοίμισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοίμισμα το [kímizma] Ο49 : η ενέργεια του κοιμίζω: Tο ~ του μωρού.

[μσν. κοίμισμα < κοιμισ- (κοιμίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κοίμισμα το.
  • Tο να κοιμάται κάπ.:
    • το κοίμισμα του ύπνου (Mάξιμ. Kαλλιουπ., K. Διαθ. Iω. ια´ 13).

[<αόρ. του κοιμίζω + κατάλ. μα. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες