Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοίμησις η.
-
- «Ύπνος» του θανάτου, θάνατος·
- (εδώ προκ. για την Κοίμηση της Θεοτόκου):
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 219).
- (εδώ προκ. για την Κοίμηση της Θεοτόκου):
[αρχ. ουσ. κοίμησις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- «Ύπνος» του θανάτου, θάνατος·