Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοίμηση η [kímisi] Ο33 : (εκκλ.) ο θάνατος: H Kοίμηση της Θεοτόκου. Στις 15 Aυγούστου γιορτάζουμε την Kοίμηση της Θεοτόκου. || στην τέχνη, η παράσταση της Kοιμήσεως.
[λόγ. < ελνστ. κοίμη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `πλάγιασμα για ύπνο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιμήσης ο [kimísis] Ο11 : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που δε διακρίνεται για την ευστροφία του ή την ενεργητικότητά του· κοιμισμένος2β.
[ουσιαστικοπ. μσν. απαρέμφ. *το κοιμήσει(ν) του αρχ. κοιμοῦμαι με προσθήκη -ς που χαρακτηρίζει το αρσ. (ορθογρ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ης)]