Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοίλος, επίθ.
-
- (Προκ. για σκεύος ή τόπο) βαθουλός:
- (Ιερακοσ. 445173, 51214).
- Το θηλ. ως ουσ. = κοιλάδα:
- τας νάπας και τας κοίλας τε και φάραγγας διώκει (Φυσιολ. (Legr.) 75).
- Το θηλ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 25315).
[αρχ. επίθ. κοίλος. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για σκεύος ή τόπο) βαθουλός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοίλος -η -ο [kílos] Ε3 : 1. για κτ. του οποίου η επιφάνεια παρουσιάζει εσοχή προς τα μέσα. ANT κυρτός: ~ φακός. Kοίλα κάτοπτρα. || (ως ουσ.) το κοίλο(ν), ο χώρος του αρχαίου θεάτρου ο οποίος ήταν προορισμένος για τους θεατές. 2. (λόγ.) που δεν είναι συμπαγής, ο κούφιος. 3. (ανατ.) κοίλη φλέβα, καθεμία από τις δύο φλέβες που αδειάζουν το φλεβικό αίμα στο δεξιό κόλπο της καρδιάς. || (ως ουσ.) το κοίλον του τυμπάνου, κοιλότητα του μέσου ωτός.
[λόγ. < αρχ. κοῖλος]