Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κνώδαλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κνώδαλο το [knóδalo] Ο41 : (υβρ.) άνθρωπος ασήμαντος, χαζός ή τιποτένιος.

[λόγ. < αρχ. κνώδαλον `άγριο πλάσμα, (μτφ.) κτήνος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες