Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κνήμη η [kními] Ο30 : (ανατ.) το τμήμα του ποδιού, τόσο του ανθρώπου όσο και των ζώων, που εκτείνεται ανάμεσα στο γόνατο και στους αστραγάλους: Οστά της κνήμης. || ονομασία του ενός από τα δύο οστά της κνήμης, σε αντιδιαστολή προς την περόνη.
[λόγ. < αρχ. κνήμη]
[Λεξικό Κριαρά]
- κνήμη η.
-
- 1) Περικνημίδα:
- κνήμας βαβυλωνίους προσδεδημένος (Βίος Αλ. 3417).
- 2) Στήριγμα:
- γεφυρώσας (ενν. τον ποταμόν) κνήμαις (αυτ. 3068).
[αρχ. ουσ. κνήμη. Η λ. και σήμ.]
- 1) Περικνημίδα: