Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλώνος ο.
-
- 1) Κλωνάρι, κλαδί:
- εις κλώνον δένδρου ήκουσα πουλιά (Λίβ. P 109).
- 2) Δροσερότητα, άνθηση· (εδώ μεταφ.) παρθενία:
- έφθειρε της κορασιάς τον ζαχαράτον κλώνον (Περί γέρ. 130).
[μτγν. ουσ. κλώνος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κλωνάρι, κλαδί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλώνος 1 ο [klónos] Ο18 : κλαδί δέντρου, ιδίως μεγάλο και χοντρό.
[ελνστ. κλῶνος < κλων(ίον) -ος (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: καπρί - κάπρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλώνος 2 ο : (βιολ.) οργανισμός (ή κύτταρο) που προέρχεται από ένα μόνο άτομο με εργαστηριακές μεθόδους αναπαραγωγής με αποτέλεσμα να είναι γενετικά ταυτόσημο(ς) με αυτό.
[λόγ. < αγγλ. clone (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. κλῶνος (δες στο κλώνος 1)]