Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλώθω [klóθo] Ρ αόρ. έκλωσα, απαρέμφ. κλώσει, μππ. κλωσμένος : (λαϊκότρ.) γνέθω: ~ το μαλλί. ΦΡ τα κλώθω (στο μυαλό μου), σκέφτομαι κτ. επίμονα, εξετάζω όλες τις δυνατές εκδοχές.
[αρχ. κλώθω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλώθω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Κλώθω· στρίβω:
- οΐων κλώσας έντερα εποίησε τας κόρδας (Διγ. Z 1805).
- 2) Γυρίζω, περιστρέφω, στρέφω:
- να κλώσει (ενν. ο Χρόνος) τον τροχόν (Λόγ. παρηγ. O 458).
- 3) Καταβροχθίζω:
- αυτός γαρ εμβουκώνεται, κλώθει την μαγειρίαν (Προδρ. III 132-2 χφ G κριτ. υπ).
- 1) Κλώθω· στρίβω:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Κλώθω:
- ήκλωθε τόσα ονόστιμα κι έτσι πολλά ’πιτήδεια (Πανώρ. Β´ 97).
- 2) Ορίζω, καθορίζω:
- διά του πολέμου την φοράν το πώς να κλώσει η μοίρα (Λίβ. Sc. 1146).
- 1) Κλώθω:
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Στρίβομαι:
- τα της τύχης νήματα αντιστρόφως κλώθονται (Δούκ. 19321).
- 2) Μπλέκομαι, περιπλέκομαι:
- οι κλώνοι του είναι κόκκινοι και φιλωτά κλωσμένοι (Διγ. Esc. 1645).
- 3) Ορίζομαι, καθορίζομαι:
- της μοίρας μου το άστατον κατάδικά μου εκλώσθη (Λίβ. N 2211).
- 1) Στρίβομαι:
[αρχ. κλώθω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.