Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλύσμα το [klízma] Ο49 : η πλύση των εντέρων που γίνεται με τη διοχέτευση υγρού από τον πρωκτό· υποκλυσμός. || η ειδική συσκευή με την οποία γίνεται το κλύσμα.
[λόγ. < αρχ. κλύσμα]