Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλόουν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλόουν ο [klóun] Ο (άκλ.) : καλλιτέχνης του τσίρκου, που με την αστεία του εμφάνιση, το υπερβολικό μακιγιάζ, τις γκάφες και την αδεξιότητά του προκαλεί το γέλιο. || (μτφ.): Συμπεριφέρεται γελοία και παριστάνει τον ~ στα πάρτι.

[λόγ. < αγγλ. clown]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες