Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλωστοϋφαντουργικός -ή -ό [klostoifandurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κλωστοϋφαντουργία ή με τον κλωστοϋφαντουργό.
[λόγ. κλωστοϋφαντουργ(ία), κλωστοϋφαντουργ(ός) -ικός]