Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλωστήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλωστήριο το [klostírio] Ο40 : εργαστήριο κατασκευής νημάτων· νηματουργείο.

[λόγ. κλωσ- (κλώθω) -τήριον (διαφ. το ελνστ. κλωστήριον `κλωσμένη κλωστή΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες