Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλωστή η [klostí] Ο29 : μακρύ κυλινδρικό και λεπτό σύμπλεγμα από φυσικές ή τεχνητές ίνες που χρησιμοποιείται ως υφαντική ύλη· νήμα1α: Bαμβακερή / μεταξωτή ~. Aδύνατος σαν ~. Tο νερό έτρεχε σαν ~. || κυρίως το νήμα με το οποίο ράβουμε, αφού το περάσουμε σε βελόνα: Πέρασέ μου την ~. Aγόρασα κλωστές για κέντημα. Xοντρή / λεπτή ~. Xρωματιστές κλωστές. || (επέκτ., οικ.): Tα φασολάκια είναι γεμάτα κλωστές, ίνες. ΦΡ κρέμεται από μια ~, για υπόθεση η οποία βρίσκεται σε πολύ κρίσιμο, σε πολύ επικίνδυνο για την έκβασή της σημείο: H ζωή του κρέμεται από μια ~. (έκφρ.) κόκκινη ~ δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ΄ της κλότσο* να γυρίσει, παραμύθι ν΄ αρχινίσει.
κλωστίτσα η YΠΟKΟΡ. κλωστούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. κλωστή ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. κλωστός `κλωσμένος΄· κλωστ(ή) -ίτσα, -ούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλωστή η.
-
- Κλωστή:
- φορέματα τά ένι πλουμιστά με το μετάξιν και απού κλωστή (Ασσίζ. 49429)·
- φρ. κρεμώ κ. (ή κρέμομαι) σε μια μπαμπακερή κλωστή, βλ. κρεμώ (I) Φρ. 3.
[θηλ. του επιθ. κλωστός ως ουσ.· πβ. Θαβώρης 1969: 69-70. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Κλωστή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλωστήριο το [klostírio] Ο40 : εργαστήριο κατασκευής νημάτων· νηματουργείο.
[λόγ. κλωσ- (κλώθω) -τήριον (διαφ. το ελνστ. κλωστήριον `κλωσμένη κλωστή΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλώστης ο [klóstis] Ο10 θηλ. κλώστρια [klóstria] Ο27 : εργάτης κλωστηρίου.
[μσν. κλώστης < κλωσ- (κλώθω) -της· λόγ. επίδρ. στο μσν. κλώστρα < κλώσ(της) -τρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλώστης ο.
-
- Αδράχτι·
- (εδώ προκ. για τη μοίρα):
- ο κλώστης οπού εκλώστηκεν σε σεν πολλά ολίγον να μην την σπάσει την κλωστήν (Θησ. Ι´ [322]).
- (εδώ προκ. για τη μοίρα):
[<αόρ. του κλώθω + κατάλ. ‑της. Η λ. και σήμ.]
- Αδράχτι·