Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλωσσώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κλωσσώ.
  • Kλωσσώ:
    • να κλωσσήσει (ενν. η χήνα) τα αβγά (Mπερτολδίνος 126).

[<αρχ. κλώσσω. H λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες