Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλωνισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλωνισμός ο [klonizmós] Ο17 : (βιολ.) μέθοδος αναπαραγωγής οργανισμού (ή κυττάρου) από ένα μόνο άτομο με αποτέλεσμα να είναι γενετικά ταυτόσημο(ς) με αυτό· κλωνοποίηση.

[λόγ. κλών(ος) 2 -ισμός μτφρδ. αγγλ. cloning < αγγλ. clone = κλώνος 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες