Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλωνάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλωνάρι το [klonári] Ο44 : τρυφερό μικρό κλαδί: Έκοψε ένα ~ βασιλικό / δυόσμο. κλωναράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κλωνάρι(ν) < ελνστ. κλωνάριον υποκορ. του αρχ. κλών]

[Λεξικό Κριαρά]
κλωνάριον το· κλωνάρι· κλωνάριν.
  • 1) Κλαδί:
    • δεντρού κλωνάρι (Ερωτόκρ. Β´ 810
    • (μεταφ.):
      • Kλωνάρι πόθου εις την εμήν εφύτρωσε καρδίαν (Λίβ. Esc. 3941).
  • 2) Κλωνάρι στεφανιού ή κοσμήματος:
    • των αγίων στέφανα … με τ’ αργυροχρύσινα κυκλοφερή κλωνάρια (Παϊσ., Ιστ. Σινά 666
    • σεργούτσι καθολικό με τα κλωνάρια του (Συναδ. φ. 22v).
  • 3) Γόνος (κυρίως ευγενούς καταγωγής), «βλαστάρι»:
    • Το τέκνο του …, το μοναχό κλωνάρι (Ερωτόκρ. Γ´ 797).
  • 4) Παρακλάδι, παραπόταμος:
    • τα τέσσερα του ποταμού κλωνάρια (Διγ. Esc. 1634).

[<ουσ. κλων ή κλώνος + κατάλ. άριον. Ο τ. ι στο Βλάχ. (κλον‑) και σήμ. Η λ. σε Γλωσσάρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες