Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλωβός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλωβός ο [klovós] Ο17 : ειδική περίφρακτη κατασκευή. || (ναυτ.) ~ έλικας, ο χώρος μέσα στον οποίο περιστρέφεται η έλικα του πλοίου. ~ φάρου, το ανώτατο τμήμα του, στο οποίο υπάρχουν τα φωτιστικά μηχανήματα.

[λόγ. < αρχ. κλωβός `κλουβί΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κλωβός ο.
  • Κλουβί:
    • σιδηρούν … κλωβόν (Βίος Αλ. 4356).

[μτγν. ουσ. κλωβός. Η λ. και σήμ. λόγ.· βλ. και Andr.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες