Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλυδωνισμός ο [kliδonizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του κλυδωνίζομαι. || (μτφ.): ~ της πολιτικής ζωής. Mέσα στους κλυδωνισμούς της ψυχής
[λόγ. < ελνστ. κλυδωνισμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλυδωνισμός ο.
-
- 1) Θαλασσοταραχή, φουρτούνα:
- (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 146).
- 2) Αναστάτωση, ψυχική αναταραχή:
- ψυχής κλυδωνισμόν (Λίβ. Sc. 2597).
[μτγν. ουσ. κλυδωνισμός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Θαλασσοταραχή, φουρτούνα: