Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλούβα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλούβα η [klúva] Ο25α : 1. μεγάλο κλουβί ειδικής κατασκευής για μεγάλα ζώα, συνήθ. σε ζωολογικούς κήπους ή τσίρκα: Είδε τα λιοντάρια μέσα σε τεράστιες κλούβες. 2. μεγάλο καφάσι για τη μεταφορά φρούτων και λαχανικών. 3. φορτηγό όχημα, το πίσω μέρος του οποίου κλείνει συνήθ. με κιγκλίδωμα: Aστυνομική ~, για τη μεταφορά κρατουμένων και υποδίκων: Tους μάζεψαν με την ~ (της αστυνομίας). Bαγόνι ~, σε τρένο.

[κλουβ(ί) μεγεθ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
κλουβάκι το.
  • Μικρό κλουβί:
    • (Πουλολ. 360 κριτ. υπ).

[<ουσ. κλουβί + κατάλ. άκι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες