Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλουβί το [kluví] Ο43 : 1. μικρή φορητή κατασκευή η οποία αποτελείται από λεπτά ξύλα ή σύρματα παράλληλα μεταξύ τους και κάθετα σε μια βάση, και μέσα στην οποία οι άνθρωποι περιορίζουν τα πουλιά: Tο αηδόνι δε ζει σε ~. Έβγαλε το ~ στο παράθυρο. || η κλούβα1:Ο θηριοδαμαστής μπήκε μέσα στο ~ με τα λιοντάρια. (έκφρ.) (στριφογυρνάει) σαν το λιοντάρι στο ~, για κπ. με έντονη τάση φυγής από έναν περιορισμένο χώρο. ΦΡ (ζει) σε χρυσό* ~. 2. (μτφ.) για πολύ μικρούς χώρους κατοικίας: Διαμέρισμα είναι αυτό ή ~; Tο σπίτι είχε κάτι δωμάτια σαν κλουβιά.
κλουβάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. κλουβί(ν) < ελνστ. κλουβίον < κλωβίον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ) υποκορ. του αρχ. κλωβός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλουβιάζω [kluvjázo] Ρ2.1α & κλουβιαίνω [kluvjéno] Ρ7.3α μππ. κλουβιασμένος : 1. για αυγό που έχει μπαγιατέψει πολύ και έχει αλλοιωθεί: Είχα τα αυγά τόσες μέρες και κλούβιασαν. 2. (μτφ., οικ.) για έλλειψη διανοητικής διαύγειας: Γέρασε και κλούβιανε το μυαλό του. Kλούβιασε το κεφάλι μου από το θόρυβο. Θα κλουβιάσει το μυαλό σου με τόση τηλεόραση.
[κλούβι(ος) -άζω, -αίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλούβιασμα το [klúvjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κλουβιάζω.
[κλουβιασ- (κλουβιάζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλουβίον το· κλουβί· κλουβίν· κλωβί(ν)· κλωβίον· κουβλί(ν).
-
- 1)
- α) Κλουβί:
- κλουβίν με τα πουλία (Λίβ. Esc. 1074)·
- β) κατασκευή σε σχήμα κλουβιού:
- κλουβίν … γεμάτον ανθρώπους τσακρατόρους (Μαχ. 4849).
- α) Κλουβί:
- 2) Κουβούκλιο, φορείο:
- το κοράσιον εις κλουβίν, βαστούν την πέντε μούλες (Διγ. Esc. 206).
- 3)
- α) Μικρό δωμάτιο:
- (Διγ. Α 256)·
- β) κελί φυλακής, «κλούβα»:
- Τον δε Κωνσταντίνον … κρατήσας μετά δεσμών εις κλωβίον χρόνους ς´ (Ιστ. Ηπείρ. XXII9).
- α) Μικρό δωμάτιο:
[μτγν. ουσ. κλουβίον. Ο τ. κλω‑ μτγν. Ο τ. ‑ί στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλούβιος -α -ο [klúvjos] Ε4 : για αυγό που έχει μπαγιατέψει πολύ και έχει αλλοιωθεί. || (μτφ.): Tο κεφάλι του είναι κλούβιο, είναι άνθρωπος ανόητος, άμυαλος. (έκφρ.) το κλούβιο σου το μάτι!, ειρωνική απάντηση σε διαφωνία.
[< παλ. σλαβ. kûlvati `κλωσάω΄(;) με μετάθ. του υγρού [l] ]