Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλου
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλου το [klú] Ο (άκλ.) : σε ένα συμβάν, σε μια εκδήλωση, σε ένα θέαμα, το σημείο το πιο ενδιαφέρον, αυτό που είναι αναπάντεχο, και συνήθ. αποτελεί το αποκορύφωμα της όλης εκδήλωσης: Tο ~ της βραδιάς ήταν… Tο ~ στην ιστορία είναι ότι…

[λόγ. < γαλλ. clou]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλούβα η [klúva] Ο25α : 1. μεγάλο κλουβί ειδικής κατασκευής για μεγάλα ζώα, συνήθ. σε ζωολογικούς κήπους ή τσίρκα: Είδε τα λιοντάρια μέσα σε τεράστιες κλούβες. 2. μεγάλο καφάσι για τη μεταφορά φρούτων και λαχανικών. 3. φορτηγό όχημα, το πίσω μέρος του οποίου κλείνει συνήθ. με κιγκλίδωμα: Aστυνομική ~, για τη μεταφορά κρατουμένων και υποδίκων: Tους μάζεψαν με την ~ (της αστυνομίας). Bαγόνι ~, σε τρένο.

[κλουβ(ί) μεγεθ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
κλουβάκι το.
  • Μικρό κλουβί:
    • (Πουλολ. 360 κριτ. υπ).

[<ουσ. κλουβί + κατάλ. άκι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλουβί το [kluví] Ο43 : 1. μικρή φορητή κατασκευή η οποία αποτελείται από λεπτά ξύλα ή σύρματα παράλληλα μεταξύ τους και κάθετα σε μια βάση, και μέσα στην οποία οι άνθρωποι περιορίζουν τα πουλιά: Tο αηδόνι δε ζει σε ~. Έβγαλε το ~ στο παράθυρο. || η κλούβα1:Ο θηριοδαμαστής μπήκε μέσα στο ~ με τα λιοντάρια. (έκφρ.) (στριφογυρνάει) σαν το λιοντάρι στο ~, για κπ. με έντονη τάση φυγής από έναν περιορισμένο χώρο. ΦΡ (ζει) σε χρυσό* ~. 2. (μτφ.) για πολύ μικρούς χώρους κατοικίας: Διαμέρισμα είναι αυτό ή ~; Tο σπίτι είχε κάτι δωμάτια σαν κλουβιά. κλουβάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κλουβί(ν) < ελνστ. κλουβίον < κλωβίον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ) υποκορ. του αρχ. κλωβός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλουβιάζω [kluvjázo] Ρ2.1α & κλουβιαίνω [kluvjéno] Ρ7.3α μππ. κλουβιασμένος : 1. για αυγό που έχει μπαγιατέψει πολύ και έχει αλλοιωθεί: Είχα τα αυγά τόσες μέρες και κλούβιασαν. 2. (μτφ., οικ.) για έλλειψη διανοητικής διαύγειας: Γέρασε και κλούβιανε το μυαλό του. Kλούβιασε το κεφάλι μου από το θόρυβο. Θα κλουβιάσει το μυαλό σου με τόση τηλεόραση.

[κλούβι(ος) -άζω, -αίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλούβιασμα το [klúvjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κλουβιάζω.

[κλουβιασ- (κλουβιάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κλουβίον το· κλουβί· κλουβίν· κλωβί(ν)· κλωβίον· κουβλί(ν).
  • 1)
    • α) Κλουβί:
      • κλουβίν με τα πουλία (Λίβ. Esc. 1074
    • β) κατασκευή σε σχήμα κλουβιού:
      • κλουβίν … γεμάτον ανθρώπους τσακρατόρους (Μαχ. 4849).
  • 2) Κουβούκλιο, φορείο:
    • το κοράσιον εις κλουβίν, βαστούν την πέντε μούλες (Διγ. Esc. 206).
  • 3)
    • α) Μικρό δωμάτιο:
      • (Διγ. Α 256
    • β) κελί φυλακής, «κλούβα»:
      • Τον δε Κωνσταντίνον … κρατήσας μετά δεσμών εις κλωβίον χρόνους ς´ (Ιστ. Ηπείρ. XXII9).

[μτγν. ουσ. κλουβίον. Ο τ. κλω‑ μτγν. Ο τ. ί στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλούβιος -α -ο [klúvjos] Ε4 : για αυγό που έχει μπαγιατέψει πολύ και έχει αλλοιωθεί. || (μτφ.): Tο κεφάλι του είναι κλούβιο, είναι άνθρωπος ανόητος, άμυαλος. (έκφρ.) το κλούβιο σου το μάτι!, ειρωνική απάντηση σε διαφωνία.

[< παλ. σλαβ. kûlvati `κλωσάω΄(;) με μετάθ. του υγρού [l] ]

[Λεξικό Κριαρά]
κλουτσάρης ο· κλοτσάρης.
  • Διαχειριστής·
    • (εδώ) τίτλος αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες:
      • (Σταυριν. Εισαγ. 26175).

[<ρουμ. clucer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες