Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλοτσοσκούφι το [klotsoskúfi] Ο44α : κυρίως για κπ. που οι άλλοι δεν τον υπολογίζουν καθόλου και του συμπεριφέρονται με τρόπο περιφρονητικό: Έχει γίνει ~.
[κλότσ(ος) -ο- + σκούφ(ος) -ι]