Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλοτσοσκούφι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλοτσοσκούφι το [klotsoskúfi] Ο44α : κυρίως για κπ. που οι άλλοι δεν τον υπολογίζουν καθόλου και του συμπεριφέρονται με τρόπο περιφρονητικό: Έχει γίνει ~.

[κλότσ(ος) -ο- + σκούφ(ος) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες