Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλοτσιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλοτσιά η [klotsxá] Ο24 : 1. δυνατό χτύπημα με το κάτω μέρος του ποδιού: Tου ΄δωσε μια ~ στην κοιλιά / στο καλάμι. Άνοιξε την πόρτα με κλοτσιές. Tου τράβηξε μια ~! Tο μουλάρι τον άρχισε στις κλοτσιές. 2. (μτφ.) βίαιη και βάναυση αποπομπή: Aφού φέρεται έτσι, δώσ΄ του μια ~ να πάει από εκεί που ήρθε. (έκφρ.) με τις κλοτσιές: Tον έδιωξαν με τις κλοτσιές. Tον πέταξαν έξω με τις κλοτσιές. || Έφαγε ~, τον απέλυσαν.

[μσν. κλοτσιά < κλοτσέα (συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < κλοτσ(ώ) -έα > -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
κλοτσιά η· γλοτσά· κλοτσά· κλοτσέα· κλοτσία.
  • Χτύπημα με το πόδι, κλοτσιά:
    • με μια γλοτσά την πόρτα τση ν’ ανοίξω (Φορτουν. Δ´ 154).

[<κλοτσώ + κατάλ. ιά. Ο τ. γλοτσά και σήμ. κρητ. Ο τ. ά στο Βλάχ. (τζά) και σήμ. Ο τ. έα και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. (τζιά) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κλοτσιάρης, επίθ.
  • Που έχει τη συνήθεια να κλοτσά:
    • Περί πουλήσεως ζώων σκληρών και κλοτσιαραίων (Βακτ. αρχιερ. 176).

[<ουσ. κλοτσιά + κατάλ. άρης. Η λ. στο Somav. (τζ‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες