Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλοπιμαίος, επίθ.
-
- Κλεμμένος:
- κλοπιμαίου αργυρίου (Ιστ. πολιτ. 362).
[μτγν. επίθ. κλοπιμαίος. Η λ. και σήμ.]
- Κλεμμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλοπιμαίος -α -ο [klopiméos] Ε4 : που προέρχεται από κλοπή, κυρίως ως ουσ. τα κλοπιμαία, τα προϊόντα της κλοπής, αντικείμενα ή χρήματα που έχουν κλαπεί: Bρέθηκαν τα κλοπιμαία. Προσπαθούσε να πουλήσει τα κλοπιμαία.
[λόγ. < ελνστ. κλοπιμαῖος]