Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλοπή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλοπή η [klopí] Ο29 : η ενέργεια του κλέβω· η αφαίρεση και ιδιοποίηση πράγματος που δε μας ανήκει, πράξη που γίνεται κρυφά ή με τη βία, με δόλο ή με απάτη: Είναι ύποπτη για την ~ των κοσμημάτων / των χρημάτων. || Tρεις χιλιάδες δραχμές το ποτό, είναι καθαρή ~!, αισχροκέρδεια. || ~ πνευματικής ιδιοκτησίας, ιδιοποίηση ξένου πνευματικού έργου.

[λόγ. < αρχ. κλοπή]

[Λεξικό Κριαρά]
κλοπή η.
  • 1) Κλεψιά:
    • (Ασσίζ. 4057, 9).
  • 2) Απαγωγή· δραπέτευση:
    • (Δούκ. 11710).

[αρχ. ουσ. κλοπή. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες