Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλονισμός ο [klonizmós] Ο17 : 1. διασάλευση μιας σταθερής, ισορροπημένης και ήρεμης κατάστασης: Ο ισχυρός ~ του γάμου αποτελεί αιτία διαζυγίου. Οι συνεχείς απεργίες προκάλεσαν σοβαρό κλονισμό της οικονομίας. 2. διαταραχή της σωματικής και ψυχικής υγείας: Έπαθε νευρικό / ψυχικό κλονισμό. Ο ~ της υγείας του οφείλεται σε υπερκόπωση. || (προφ.): Tον είδα έτσι ντυμένο και έπαθα νευρικό κλονισμό, ταράχτηκα, παραξενεύτηκα, θύμωσα κτλ.
[λόγ. < μσν. κλονισμός, ελνστ. σημ.: `σκόρπισμα φύλλων΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλονισμός ο.
-
- Ταραχή, στενοχώρια:
- (Φλώρ. 1211).
[<αόρ. του κλονίζω + κατάλ. ‑μός. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Ταραχή, στενοχώρια: