Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλονίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλονίζω [klonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κάνω κπ. ή κτ. να χάσει τη σταθερότητα ή την ισορροπία του, κυρίως ύστερα από μια ισχυρή δόνηση: Tο σπίτι κλονίστηκε ολόκληρο από το σεισμό. Kλονίστηκε, μα δεν έπεσε. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ συνθήκες αστάθειας: Οι συνεχείς απεργιακές κινητοποιήσεις κλονίζουν την κυβέρνηση. Kλονίζεται το γεν, χάνει την αξία του, παρουσιάζει πτωτικές τάσεις. β. εμπνέω αμφιβολίες, ενδοιασμούς, προκαλώ αβεβαιότητα: Kλονίστηκε η πίστη του. Tα επιχειρήματά του κλόνισαν την αυτοπεποίθησή μου. || Kλονίστηκε το ηθικό του. Kλονίστηκε το κύρος του. γ. διαταράσσω τη σωματική ή ψυχική υγεία κάποιου: H υπερκόπωση κλόνισε σοβαρά την υγεία του. Έχει κλονισμένη υγεία. Kλονίστηκαν τα νεύρα της. Tα τελευταία γεγονότα τον έχουν κλονίσει.

[μσν. & λόγ. < μσν. κλονίζω < αρχ. κλον(ῶ) `οδηγώ σε σύγχυση, ταράζω΄ μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. κλονισ- & κατά τις σημ. του αρχ. κλονῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
κλονίζω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Σείω, τραντάζω:
        • άπαν το πεδίον εκ των βελών κλονίζεσθαι (Βίος Αλ. 2026).
      • 2) (Προκ. για έντονο συναίσθημα) συνταράζω, συγκλονίζω, συγχύζω:
        • εκλονίζετον ο νους μου απέ τον φόβον (Λίβ. (Lamb.) N 355).
    • Β´ (Αμτβ.) σαλεύω, κουνιέμαι· σείομαι, ταράζομαι:
      • τρέμει ως το φύλλον του δενδρού, κλονίζει ως το καλάμι (Βυζ. Ιλιάδ. 295).
  • II. Μέσ.
    • 1) Τραντάζομαι, τρέμω:
      • τον κόσμον όλον έλεγες ότι σείεται, κλονίζεται (Λίβ. Esc. 4333).
    • 2) Ταράζομαι, ανησυχώ:
      • τι κλονίζεσαι, τι σε προδέρνει φόβος; (Λίβ. P 2065).

[<αόρ. του αρχ. κλονέω. Η λ. τον 6.-7. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες