Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλομπ το [klób] & κλομπς το [klóbs] Ο (άκλ.) : κοντό ρόπαλο συνήθ. από ξύλο, που το χρησιμοποιούν ως όπλο οι αστυνομικοί.
[αγγλ. club & πληθ. clubs]