Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλοιός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλοιός ο [kliós] Ο17 : οτιδήποτε σε μορφή κύκλου περιβάλλει με τρόπο περιοριστικό: Οι αστυνομικοί σχημάτισαν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τους διαδηλωτές. Aποφάσισαν να σπάσουν τον εχθρικό κλοιό. || (μτφ.): Οι υποψίες ενισχύονται και ο ~ σφίγγει γύρω από τους υπόπτους. Θέλει να ξεφύγει από τον κλοιό της οικογένειάς του / της επαρχιακής πόλης.

[λόγ. < αρχ. κλοιός `περιλαίμιο΄ σημδ. γερμ.(;) Ring]

[Λεξικό Κριαρά]
κλοιός ο.
  • Δεσμός λαιμού ή άκρων των καταδίκων·
    • (μεταφ.):
      • Εκείνος (ενν. ο Κύριος) άρει τον κλοιόν και τα δεσμά συντρίψει (Γλυκά, Στ. 529).

[αρχ. ουσ. κλοιός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες