Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλινήρης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κλινήρης, επίθ.
  • Κατάκοιτος:
    • έπεσεν εις ασθένειαν και ήτο κλινήρης (Συναδ. φ. 18v).

[μτγν. επίθ. κλινήρης. Βλ. και κλινάρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλινήρης -ης -ες [kliníris] Ε11 γεν. πληθ. κλινήρων : (λόγ.) για άνθρωπο που βρίσκεται στο κρεβάτι λόγω αρρώστιας: Ο γιατρός τού συνέστησε να παραμείνει ~.

[λόγ. < ελνστ. κλινήρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες