Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλιματισμός ο [klimatizmós] Ο17 : σύνολο τεχνικών μέσων με τα οποία επιτυγχάνεται σε έναν κλειστό χώρο η επιθυμητή θερμοκρασία και υγρασία, καθώς και ο καθαρισμός του αέρα: Σύστημα κλιματισμού. Εγκατάσταση κλιματισμού. Xάλασε / δε λειτουργεί ο ~. Tο αυτοκίνητο / το διαμέρισμα έχει / διαθέτει κλιματισμό.
[λόγ. κλιματισ- (κλιματίζομαι) -μός απόδ. γαλλ. climatisation]