Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλιμακτήριος η [klimaktírios] Ο36 : για τις γυναίκες η εποχή της εμμηνόπαυσης και γενικότερα η εποχή στη ζωή του ανθρώπου κατά την οποία παρατηρείται μια βαθμιαία εξασθένηση και κατάπαυση των γεννητικών λειτουργιών: Είμαι / βρίσκομαι στην κλιμακτήριο. Περνάει δύσκολη κλιμακτήριο.
[λόγ. < αγγλ. climacterical (στη νέα σημ.) < νλατ. climacterium (-ium = -ιον) < λατ. climacter < αρχ. κλιμακτήρ `σκαλοπάτι, κρίσιμο σημείο στην ανθρώπινη ζωή΄]