Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλιμακούμαι [klimakúme] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) κλιμακώνομαι: Kλιμακούται η πολιτική ένταση. Kλιμακούμενες ενέργειες.
[λόγ. μέσο του κλιμακώ (δες στο κλιμακώνω)]