Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλιμακούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλιμακούμαι [klimakúme] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) κλιμακώνομαι: Kλιμακούται η πολιτική ένταση. Kλιμακούμενες ενέργειες.

[λόγ. μέσο του κλιμακώ (δες στο κλιμακώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες