Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλιμακοστάσιο το [klimakostásio] Ο40 : ο χώρος τον οποίο καταλαμβάνει η κεντρική σκάλα σε μια οικοδομή.
[λόγ. κλιμακ- (δες κλίμακα) -ο- + -στάσιον]