Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλιμάκιο το [klimákio] Ο40 : 1. μικρό τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου που είναι οργανωμένο ιεραρχικά: Για τη μελέτη του προβλήματος συγκροτήθηκε ειδικό κυβερνητικό ~ από υπουργούς, υφυπουργούς και γραμματείς. Στρατιωτικό ~. 2. υποδιαίρεση μιας ευρύτερης κατάταξης: Tο ανώτατο φορολογικό / μισθολογικό ~. Πέρασα σε άλλο ~.
[λόγ. < αρχ. κλιμάκιον `μικρή σκάλα΄ υποκορ. της λ. κλῖμαξ σημδ. γαλλ. échelon]