Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κληρωτίδα η [klirotíδa] Ο26 : ειδικό δοχείο μέσα στο οποίο ανακατεύονται οι λαχνοί που προορίζονται για κλήρωση.
[λόγ. < μσν. κληρωτίς, αιτ. -ίδα < αρχ. κληρωτρίς με ανομ. αποβ. του δεύτερου [r] ]