Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κληρονόμος ο [klironómos] Ο18 θηλ. κληρονόμος [klironómos] Ο35 : 1. αυτός που απέκτησε ή πρόκειται να αποκτήσει κληρονομιά, ως νόμιμος δικαιούχος είτε λόγω συγγένειας είτε βάσει διαθήκης του προηγούμενου κατόχου: Φυσικός / νόμιμος ~. Δεν άφησε κληρονόμους. Παντρεύτηκε μια πλούσια κληρονόμο. || ~ του στέμματος / του θρόνου. 2. που συνεχίζει και διασώζει την παράδοση των προηγούμενων γενεών: Είμαστε οι κληρονόμοι του αρχαίου πολιτισμού.
[1: αρχ. κληρονόμος· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. héritier· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- κληρονόμος ο· κλερονόμος· κλορονόμος.
-
- Κληρονόμος:
- (Ερωτόκρ. Ε´ 1269).
[αρχ. ουσ. κληρονόμος. Η λ. και σήμ.]
- Κληρονόμος: