Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κληρονομώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κληρονομώ [klironomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. έρχεται στην κατοχή μου, αποκτώ μια περιουσία, ακίνητη ή χρηματική, ως νόμιμος δικαιούχος είτε λόγω συγγένειας είτε βάσει διαθήκης του προηγούμενου κατόχου: Tα παιδιά κληρονομούν συνήθως τους γονείς. Θα κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία. Kληρονόμησε έναν πλούσιο θείο της. || (επέκτ.): Kληρονόμησα ένα παλιό χαλί από τη γιαγιά μου. Aπό πού το κληρονόμησες αυ τό το παλτό;, και ειρωνικά για κτ. που φαίνεται ότι δεν είναι δικό μας. 2. (μτφ.) α. για οτιδήποτε μας παραδίδεται από το παρελθόν: Kληρονομήσαμε όλα τα σφάλματα του παρελθόντος. β. έχω χαρακτηριστικά γνωρίσματα, σωματικά, ψυχικά ή πνευματικά που μου μεταβίβασαν οι γονείς ή οι πρόγονοι: Tην καλλιτεχνική ευαισθησία την κληρονόμησε από τον πατέρα του. Ένα ανεπαίσθητο τικ, το κληρονόμησε από τη μητέρα του. γ. (μππ., γλωσσ.) κληρονομημένες λέξεις, που υπάρχουν στη λαϊκή μορφή της γλώσσας συνεχώς για πολλούς αιώνες.

[1: αρχ. κληρονομῶ· 2α, β: λόγ. σημδ. γαλλ. hériter & αγγλ. inherit· 2γ: λόγ. σημδ. αγγλ. inherited]

[Λεξικό Κριαρά]
κληρονομώ· κλερονομώ.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Κληρονομώ κάπ.:
        • πρι αποθάνει, διάταξην … είχε αφήσει ό,τι έχει τση Αρετούσας του να τον κλερονομήσει (Ροδολ. Γ´ 394).
      • 2) Παίρνω, αποκτώ:
        • μεγάλα πλούτη και χαρές πα να κλερονομήσεις (Θυσ. 852).
      • 3) Δίνω κληρονομιά:
        • να κάτσετε εις την ηγή ος ο Κύριος ο Θεός σας κλερονομάει εσάς (Πεντ. Δευτ. XII 10).
      • 4) Διανέμω, χωρίζω σε κλήρους:
        • ετούτα ονόματα των αθρώπων ος να κλερονομήσουν εσάς την ηγή (Πεντ. Αρ. XXXIV 17).
      • 5) Σφετερίζομαι την κληρονομιά κάπ., αφαιρώ τα κτήματα, τη γη:
        • τα παιδιά του Εσαύ εκλερονόμησάν τους και εξάλειψάν τους (Πεντ. Δευτ. II 12).
    • Β´ (Αμτβ.) παίρνω κληρονομιά:
      • (Μαχ. 38628).
  • II. (Μέσ.) μοιράζομαι, παίρνω με κλήρο:
    • ετούτη η γης ος να κλερονομηθείτε αυτή με σκαλφί (Πεντ. Αρ. XXXIV 13).

[αρχ. κληρονομέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες