Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κληρονομιαίος -α -ο [klironomiéos] Ε4 : (λόγ.) που προέρχεται από κληρονομιά. || (νομ.) κληρονομιαία αντικείμενα.
[λόγ. < μσν. κληρονομιαίος < κληρονομί(α) -αίος]