Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κληρονομία η [klironomía] Ο25 : (νομ.) η κληρονομιά: Aποδοχή / αποποίηση κληρονομίας.
[λόγ. < αρχ. κληρονομία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κληρονομιά η [klironomná] Ο24 : 1. περιουσία που μετά το θάνατο του κατόχου της μεταβιβάζεται σε κπ. άλλο με ή χωρίς διαθήκη (όταν πρόκειται για το νόμιμο δικαιούχο): Πατρική ~. Περιμένω μια ~. Mου ήρθε μια ~. Mας άφησε ~ ένα σπίτι. || Aυτό το χαλί είναι ~ από τη γιαγιά μου. 2. (μτφ.) οτιδήποτε μας κληροδοτεί το παρελθόν, συνήθ. με την υποχρέωση της διατήρησης και διάσωσής του: Tο σύνολο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. H πνευματική ~ των προγόνων. H μνημειακή ~ της χώρας. (έκφρ.) βαριά ~, που συνεπάγεται αυξημένες ευθύνες.
[μσν. *κληρονομιά (πρβ. μσν. κλερονομιά) < αρχ. κληρονομία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- κληρονομία η· κλερονομία· κλερονομιά· κληρονομιά.
-
- 1)
- α) Περιουσία που περιέρχεται μετά το θάνατο κάπ. στην κυριότητα κάπ. άλλου:
- (Διγ. Άνδρ. 4024)·
- β) δικαίωμα κληρονομιάς:
- ύπαγε εις τον οίκον σου …· ουκ έχεις μέρος μεθ’ ημών ουδέ κληρονομίαν (Σπαν. A 457).
- α) Περιουσία που περιέρχεται μετά το θάνατο κάπ. στην κυριότητα κάπ. άλλου:
- 2)
- α) Κλήρος, μερίδιο γης:
- εις ετουτουνούς να μεριστεί η γης εις κλερονομιά (Πεντ. Αρ. XXVI 53)·
- β) κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά:
- εάν είς άνθρωπος αγοράσει μία κληρονομία (Ασσίζ. 28813).
- α) Κλήρος, μερίδιο γης:
- 3)
- α) Κληρονόμοι, απόγονοι:
- εσίμωσε κι ήρθεν εκείνη η ώρα να γεννηθεί κληρονομιά, ν’ αναγαλλιάσει η χώρα (Ερωτόκρ. Α´ 50)·
- β) ο θρησκευόμενος λαός, οι πιστοί:
- δείξον τους οικτιρμούς σου εις την κληρονομίαν σου και του πιστού λαού σου (Ιστ. Βλαχ. 2494).
- α) Κληρονόμοι, απόγονοι:
- 4) Κατοχή, εξουσία:
- Γυνή και τέκνα σὄδωκεν ο Θιος για χάριτά του και όντα του ’φάνη, τα ’συρε εις την κληρονομιά του (Φαλιέρ., Pίμ. 174).
- 5) Ωφέλεια, απόκτημα:
- τούτο έναι το καλό και η κληρονομία, τήν πεθυμούν … οι γνώσες των ανθρώπων (Φαλιέρ., Pίμ. 130).
[αρχ. ουσ. κληρονομία. Ο τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κληρονομιαίος -α -ο [klironomiéos] Ε4 : (λόγ.) που προέρχεται από κληρονομιά. || (νομ.) κληρονομιαία αντικείμενα.
[λόγ. < μσν. κληρονομιαίος < κληρονομί(α) -αίος]