Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κληρικός ο [klirikós] Ο17 : ιερέας οποιασδήποτε βαθμίδας, στη χριστιανική εκκλησιαστική ιεραρχία· ιερωμένος, παπάς. ANT λαϊκός.
[λόγ. < ελνστ. κληρικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- κληρικός ο· κλερικός.
-
- Αυτός που ανήκει στον κλήρο, ιερωμένος:
- (Έκθ. χρον. 2826).
[μτγν. ουσ. κληρικός. Ο τ. από επίδρ. του μεσν. λατ. clericus - γαλλ. clerc. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που ανήκει στον κλήρο, ιερωμένος: