Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κληρικαλισμός ο [klirikalizmós] Ο17 : η καταχρηστική ανάμειξη του κλήρου 2 σε ζητήματα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής: Οπαδοί του κληρικαλισμού.
[λόγ. < γαλλ. cléricalisme < cléricale `του κλήρου 2΄ < μσνλατ. clericus < ελνστ. κληρικός (-isme = -ισμός)]