Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κληματσίδα η [klimatsíδa] Ο26 : ο λεπτός και τρυφερός βλαστός του κλήματος. || γενικός χαρακτηρισμός για κάθε αναρριχητικό φυτό με λεπτούς και τρυφερούς βλαστούς.
[αρχ. κληματίς, αιτ. -ίδα με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κληματσίδα η.
-
- Κληματόβεργα:
- (Συναδ. φ. 14v).
[<ουσ. κληματίς (βλ. ά.). Τ. κλε‑ στο Du Cange (κλεμαξίδα). Η λ. και σήμ.]
- Κληματόβεργα: