Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κληματαριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κληματαριά η [klimatarjá] Ο24 : κλήμα το οποίο έχουν καλλιεργήσει και κλαδέψει κατά τέτοιον τρόπο, ώστε τα κλαδιά του αναρριχώνται σε αρκετό ύψος από το έδαφος, απλώνονται πάνω σε οριζόντια δοκάρια και σχηματίζουν ένα σκιερό στρώμα από φύλλα· η κρεβατίνα: Έπιναν τον καφέ τους στον ίσκιο της κληματαριάς.

[κληματ- (κλήμα) -αριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες