Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλεψιμαίικος -η -ο [klepsiméikos] Ε5 : (προφ.) που προέρχεται από κλο πή, κλοπιμαίος. || (ως ουσ.) τα κλεψιμαίικα, τα κλοπιμαία: Tρώει από τα κλεψιμαίικα.
[ελνστ. κλεψιμαῖ(ος) `κλεμμένος΄ -ικος]