Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλεψιμαίικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλεψιμαίικος -η -ο [klepsiméikos] Ε5 : (προφ.) που προέρχεται από κλο πή, κλοπιμαίος. || (ως ουσ.) τα κλεψιμαίικα, τα κλοπιμαία: Tρώει από τα κλεψιμαίικα.

[ελνστ. κλεψιμαῖ(ος) `κλεμμένος΄ -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες